εισήγηση

εισήγηση
suggestion

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εισήγηση — η 1. η γραπτή ή προφορική πρόταση για κάτι: Ο υπουργός έκανε εισήγηση για την ψήφιση του νομοσχεδίου. 2. υπόδειξη, συμβουλή, παρακίνηση: Δεν άκουσες τις εισηγήσεις μου τότε. 3. εισαγωγή υπόθεσης σε ανώτερη αρχή για ενέργεια: Ο προϊστάμενος έκανε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισήγηση — η (AM εἰσήγησις) 1. πρόταση προφορική ή γραπτή («οι εισηγήσεις μου απορρίφθηκαν») 2. φρ. «εισήγηση νόμου» πρόταση νόμου για ψήφιση στη βουλή με αιτιολογημένη εισηγητική έκθεση 3. εισηγήσεις νομικά έργα τής ρωμαϊκής εποχής και τής εποχής τού… …   Dictionary of Greek

  • εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ …   Dictionary of Greek

  • εισηγητικός — ή, ό (Α εἰσηγητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει εισήγηση («εισηγητική έκθεση») 2. αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην εισήγηση αρχ. αυτός που εισηγείται, εισάγει («ἕκτος ἐστὶν εἰσηγητικὸς τρόπος») …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • εισηγητικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εισήγηση ή τον εισηγητή, που χρησιμεύει για εισήγηση: Εισηγητική έκθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Eisegese — (v. altgriech.: εἰς eis hinein und ἡγεῖσθαι hegeisthai führen , leiten zu εἰσηγήση eisgese = Einführung ; Gegensatz zu ἐξηγεῖσθαι exegeisthai herausführen, leiten bzw. ἐξηγήση exegese Herausleitung ) bezeichnet eine Form der Auslegung eines… …   Deutsch Wikipedia

  • Refugees of the Greek Civil War — Political refugees of the Greek Civil War were members or sympathisers of the defeated communist forces who fled Greece during or in the aftermath of the Civil War of 1946–1949. The collapse of the Democratic Army of Greece (DSE) and the… …   Wikipedia

  • Slavic speakers of Greek Macedonia — Total population Greece: 200,000+ Diaspora: 150,000+ Regions with significant populations Florina, Edessa, Kastoria, Thessaloniki, Serres, Drama[1] …   Wikipedia

  • Ангелопулу-Даскалаки, Яна — Яна Ангелопулу Даскалаки греч. Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη Род деятельности: политик Дата рождения …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”